O ΚΛΑΔΟΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Μελέτη για τον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat,
πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών του Συνδέσμου
Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ). Στη μελέτη του αρκετά σημαντικού και
ελπιδοφόρου αυτού κλάδου της ελληνικής παραγωγής παρουσιάζονται οι ελληνικές και
οι κοινοτικές εξαγωγές φαρμάκων, οι κρίσιμες αγορές και οι προοπτικές του κλάδου
Παρακάτω τα βασικά σημεία της εν λόγω μελέτης. Ολόκληρη η μελέτη μπορείτε να
ζητήσετε να σας σταλεί ηλεκτρονικά από τον ΣΕΒΕ
1. Γενικά στοιχεία
Η σημαντικότητα του φαρμακευτικού κλάδου, στην Ελλάδα, εκφρασμένη ως ποσοστό
του ΑΕΠ είναι 1,3%. Οι συνολικές δαπάνες υγείας για το 2000 ανήλθαν σε 3,7 τρισ.
δραχμές, από τις οποίες ένα ποσοστό της τάξεως του 16,9% αποτελεί τις δαπάνες για
φάρμακα. Επιπλέον, εξετάζοντας τη συνολική κατανάλωση φαρμάκων σε λιανικές
τιμές, παρατηρούμε αύξηση για το 1999, της τάξεως του 20,3%. Όσον αφορά στην
προέλευση των φαρμάκων σε αξίες, για το 1999, ένα ποσοστό της τάξεως του 53,9%
αντιπροσωπεύουν τα εισαγόμενα, 31,2% τα παραγόμενα και 14,9% τα συσκευαζόμενα.
2. Ελληνικές Εξαγωγές
Σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT, οι ελληνικές εξαγωγές φαρμάκων ανήλθαν
το 1999 σε 166,1 εκατ. ΕΥΡΩ και το εννιάμηνο του 2000 σε 175,5 εκατ. ΕΥΡΩ.
Συμπερασματικά, εκτιμάται ότι το 2000, η τελική αύξηση θα είναι εντυπωσιακή.
Επιπλέον, για το σύνολο του κλάδου, οι ελληνικές εξαγωγές σημείωσαν μέση ετήσια
αύξηση της τάξεως του 28,4%, ενώ η ετήσια τάση για το 1999 ήταν 37,4%. Πιο
συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών αποτελείται από τον υποκλάδο των
φαρμάκων με μορφή δόσεων, ο οποίος αντιπροσωπεύει το 95,9% των συνολικών
ελληνικών εξαγωγών των φαρμάκων. Η μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών του
συγκεκριμένου υποκλάδου πραγματοποιήθηκε το 1999 και ήταν της τάξεως του 41,6%,
φθάνοντας έτσι τα 157,5 εκατ. ΕΥΡΩ. Πιο αναλυτικά το 30,5% των εξαγωγών
πραγματοποιείται από φάρμακα σε μορφή δόσεων που περιέχουν αλκαλοειδή και είναι
συσκευασμένα για λιανική πώληση. Σε αντίθεση, τα φάρμακα σε μορφή δόσεων που
δεν περιέχουν αντιβιοτικά, πενικιλίνες, ορμόνες, αλκαλοειδή, βιταμίνες και ιώδιο και
είναι συσκευασμένα για λιανική πώληση, ενώ μέχρι το 1998 κατείχαν την πρώτη θέση
στις ελληνικές εξαγωγές, το 1999 παρουσίασαν πτώση της τάξεως του 14,7%,
φθάνοντας τα 41,1 εκατ. ΕΥΡΩ.
Οι ελληνικές εξαγωγές προς τις περισσότερες γεωγραφικές περιοχές παρουσιάζουν
αυξητικές τάσεις, με εξαίρεση τις χώρες της Πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της
Βορείου Αφρικής.
3. Το εμπόριο στην Ε.Ε.
Σχετικά με τις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μεγαλύτερο ποσοστό των
εξαγωγών διεξάγεται ενδοκοινοτικά και ανέρχεται σε 111,2 δισ. ΕΥΡΩ, Οι κοινοτικές
εξαγωγές στη Βόρειο Αμερική ανέρχονται σε 25,9 δισ. ΕΥΡΩ, στη Δυτική Ευρώπη σε
12,5 δισ. ΕΥΡΩ, στην Αναπτυγμένη Ασία σε 11,1 δισ. ΕΥΡΩ και στην Ανατολική
Ευρώπη σε 7,4 δισ. ΕΥΡΩ.
Αξιοσημείωτο, είναι ότι στις παραπάνω αγορές, στις οποίες τα ελληνικά φάρμακα
κατέχουν σημαντικό μερίδιο αγοράς παρουσιάζουν και αξιόλογη δυναμική, καθώς η
μέση ετήσια τάση των ελληνικών εξαγωγών της τελευταίας πενταετίας, είναι αρκετά
μεγαλύτερη από τη μέση κοινοτική τάση.
Σε ότι αφορά τις χώρες όπου εξάγονται κοινοτικά φάρμακα, το μεγαλύτερο μέρος των
εξαγωγών διεξάγεται στις Η.Π.Α. (7,6 δισ. ΕΥΡΩ). Ακολουθούν η Γερμανία (5,3 δισ.
ΕΥΡΩ), το Ηνωμένο Βασίλειο (4,1 δισ. ΕΥΡΩ) και η Γαλλία (4,1 δισ. ΕΥΡΩ).
3. Προοπτικές του κλάδου
Μέσα σε ένα έντονα ανταγωνιστικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, το 1999,
η ελληνική φαρμακοβιομηχανία κατάφερε επάξια να σταθεί και να ανδρωθεί. Η
παρουσία του κλάδου στις αγορές του εξωτερικού παρουσιάζει μία σταθερά αυξητική
πορεία. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δείξουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στο
παγκόσμια φαινόμενο της συγκέντρωσης των φαρμακοβιομηχανιών.
Σε ότι αφορά την εγχώρια αγορά φαρμάκων, το περιβάλλον χαρακτηρίζεται ως
ασταθές, χωρίς να παρατηρείται έντονη κινητικότητα. Ωστόσο, σχετικά με το μέλλον
των ελληνικών επιχειρήσεων, οι εκτιμητές εμφανίζονται αισιόδοξοι, τονίζοντας την
καθοριστική σημασία των επενδύσεων, τόσο στις μονάδες παραγωγής, όσο και στο
ανθρώπινο δυναμικό, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της
ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας. Μεταξύ των κυριοτέρων συγκριτικών
πλεονεκτημάτων της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, αξίζει να σημειωθούν τα
σύγχρονα τμήματα ποιοτικού ελέγχου και παραγωγής, τα ουσιώδη ερευνητικά
προγράμματα, το εξαίρετα καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και οι
προοπτικές διεύρυνσης στο εξωτερικό, καθώς και οι συνεργασίες μεταξύ πολυεθνικών
και ελληνικών εταιριών.



