Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μετά από το πρόσφατο ταξίδι του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Σιμήτη στην Ινδία και τις
συζητήσεις όσον αφορά στο ελληνικό επιχειρηματικό ενδιαφέρον για τη χώρα αυτή, το
Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών του ΣΕΒΕ πραγματοποίησε μελέτη σχετικά με
την οικονομία της Ινδίας, τις Ελληνοϊνδικές εμπορικές σχέσεις και τις προοπτικές τους.
Παρακάτω τα βασικά σημεία της εν λόγω μελέτης. Ολόκληρη η ανάλυση της ινδικής
οικονομίας μπορείτε να ζητήσετε να σας σταλεί ηλεκτρονικά από το ΣΕΒΕ
Η οικονομία της Ινδίας
Η Ινδία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες χώρες του πλανήτη. Είναι η έβδομη μεγαλύτερη
χώρα του κόσμου σε έκταση και η δεύτερη μεγαλύτερη σε ότι αφορά τον πληθυσμό
(περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι). Ο πληθυσμός της Ινδίας συνθέτει ένα
ενδιαφέρον μωσαϊκό εθνοτήτων, θρησκευμάτων και γλωσσών. Οι συνθήκες διαβίωσης για
πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού παραμένουν κάτω από τα όρια της φτώχιας, ενώ οι
δείκτες αναλφαβητισμού και αύξησης του πληθυσμού είναι από τους μεγαλύτερους στον
κόσμο.
Η Ινδία είναι η πέμπτη μεγαλύτερη Οικονομία στον κόσμο και η δεύτερη μεταξύ των
αναπτυσσόμενων κρατών. Η Οικονομία της είναι ένα μίγμα από αγροτική παραγωγή
παραδοσιακού τύπου, στην οποία και απασχολείται το 70% του εργατικού δυναμικού,
χειροτεχνία και λαϊκή τέχνη, και μία συνεχώς αναπτυσσόμενη βιομηχανία. Η οικονομική
ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας επέτρεψε την αξιοσημείωτη αύξηση της κατά κεφαλήν
κατανάλωσης. Παρόλα αυτά, με βάση τα στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το
35% του πληθυσμού παραμένει αρκετά κάτω από τα όρια της φτώχειας και θεωρείται ότι
υποσιτίζεται.
Η δομή της Οικονομίας της Ινδίας μεταβάλλεται ταχύτατα και ο ρόλος της βιομηχανίας και
των υπηρεσιών (28% και 46% του Ακαθαρίστου Εγχώριου Προϊόντος, αντίστοιχα το 1999)
γίνεται όλο και μεγαλύτερος σε σχέση με τη γεωργία, η οποία παραδοσιακά στήριζε την
ινδική οικονομία. Η βιομηχανία έχει ως κύριους άξονες τα είδη διατροφής, την ξυλεία, τα
μέταλλα και το μηχανολογικό εξοπλισμό.
Οι μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε η ινδική κυβέρνηση τα τελευταία πέντε χρόνια είχαν
ευεργετικό αντίκτυπο κυρίως στη μέση τάξη της χώρας, η οποία αποτελείται από 150 με 200
εκατομμύρια ανθρώπους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η
μέση ετήσια αύξηση του Ακαθαρίστου Εγχώριου Προϊόντος της Ινδίας τα τελευταία χρόνια
ήταν της τάξης του 6,5% και οι εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας προβλέπουν ότι έως
και το 2003 οι ρυθμοί αυτοί θα διατηρηθούν. Ο πληθωρισμός κινείται σε χαμηλά επίπεδα
4,6% το 1999). Η μακροοικονομική διάσταση της βελτίωσης των οικονομικών μεγεθών είχε
ως αποτέλεσμα την προσέλκυση ξένων επενδυτών (υπερδεκαπλασιασμός των επενδύσεων
την τελευταία πενταετία) αλλά και την αύξηση των εξαγωγών. Ως αρνητικά στοιχεία
μπορούν να θεωρηθούν το απαρχαιωμένο τηλεπικοινωνιακό σύστημα και η επιβάρυνση του
περιβάλλοντος ως αποτέλεσμα του υπερπληθυσμού.
Το εξωτερικό εμπόριο της Ινδίας
Γενικά στοιχεία
Οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της Ινδίας είναι οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ενωση (κυρίως το
Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και το Βέλγιο), η Ιαπωνία, η Σαουδική Αραβία, το Χονγκ
Κονγκ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Το 1999, οι εισαγωγές της Ινδίας ήταν περίπου
50,2 δισ. δολάρια. Τα προϊόντα που κατευθύνονται στην Ινδία είναι πετρελαιοειδή,
μηχανολογικός εξοπλισμός, οχήματα, λιπάσματα και χημικά προϊόντα. Η Ινδία εξάγει πρώτες
ύλες, χημικά προϊόντα, υφάσματα, δέρμα, κοσμήματα και πολύτιμους λίθους. Η Ινδία
εξήγαγε το 1999 προϊόντα αξίας 36,3 δισ. δολαρίων. Το εμπορικό ισοζύγιο είναι
ελλειμματικό στα επίπεδα των 13,9 δισ. δολαρίων και το συνολικό εμπόριο της χώρας
ανέρχεται σε 86,5 δισ. δολάρια. Το 2000, χωρίς να υπάρχουν ακόμη αξιόπιστα τελικά
στοιχεία, το εξωτερικό εμπόριο της χώρας εκτιμάται ότι αυξήθηκε σημαντικά.
Το εμπόριο με την Ε.Ε
Πιο συγκεκριμένα και σε ότι αφορά την Ευρωπαϊκή Ενωση, το 1999 οι εξαγωγές προς τη
Ινδία αυξήθηκαν κατά 8%. Οι κύριοι προμηθευτές της ινδικής αγοράς είναι το Βέλγιο (30%
των εξαγωγών της ΕΕ), το Ηνωμένο Βασίλειο (22%) και η Γερμανία (18%). Οι εξαγωγές των
τριών προαναφερθεισών χωρών αποτελούν περί το 70% των κοινοτικών εξαγωγών. Στο
χρονικό διάστημα της τελευταίας πενταετίας, υπερτριπλασιάστηκαν οι εξαγωγές της
Ιρλανδίας και αυξήθηκαν σημαντικά (κατά 55%) οι εξαγωγές του Βελγίου. Αντίθετα, μείωση
σημείωσαν οι εξαγωγές της Δανίας και της Γερμανίας.
Σε ότι αφορά στις εισαγωγές της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη Ινδία, αυτές αυξήθηκαν σε 10
δισ. ΕΥΡΩ το 1999, καταγράφοντας ετήσια άνοδο της τάξης του 2%. Κύριες αγορές των
ινδικών προϊόντων είναι η Γερμανία (20% των κοινοτικών εισαγωγών), το Ηνωμένο Βασίλειο
(22%), η Ιταλία (12%) και το Βέλγιο (13%).
Το εμπόριο μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας
Το συνολικό εμπόριο μεταξύ Ελλάδος και Ινδίας αναπτύσσεται συνεχώς, τα τελευταία
χρόνια. Από το 1995 έως το 1999, το διμερές εμπόριο των δύο χωρών αυξήθηκε κατά 39%,
αύξηση που αντιστοιχεί σε μέση ετήσια ανοδική τάση της τάξης του 8,5%. Παράλληλα,
όμως, διαπιστώνεται και επιδείνωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας
σε σχέση με την Ινδία, με εξαίρεση το 1999, οπότε και οι ελληνικές εξαγωγές σημείωσαν
σημαντική αύξηση, σε αντίθεση με τις εισαγωγές από την Ινδία, οι οποίες μειώθηκαν κατά
6%.
Eπιχειρώντας μία κλαδική ανάλυση των εξαγωγών μας προς την Ινδία, διαπιστώνουμε ότι οι
κύριοι εξαγωγικοί μας κλάδοι είναι τα χημικά και πλαστικά προϊόντα (17 εκατ. ΕΥΡΩ το
1999, 52% των ελληνικών εξαγωγών), τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα (6,2 εκατ. ΕΥΡΩ,
19%) και οι μηχανές και συσκευές (5,1 εκατ. ΕΥΡΩ, 16%). Αυτοί οι τρεις κλάδοι συνθέτουν
το 87% των ελληνικών εξαγωγών. Τα κυριότερα προϊόντα που εξάγουμε στη Ινδία είναι
οργανικά χημικά προϊόντα, μηχανολογικός εξοπλισμός, τσιμέντα, δέρματα, φαρμακευτικά
πρρϊόντα, καπνά και καουτσούκ.
Σε ότι αφορά στις εισαγωγές μας από τη Ινδία, αυτές επικεντρώνονται στους κλάδους της
κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης (33 εκατ. ΕΥΡΩ το 1999, 35%), των χημικών και
πλαστικών προϊόντων (10 εκατ. ΕΥΡΩ, 11%) και των τροφίμων (22,6 εκατ. ΕΥΡΩ, 10%).
Πιο συγκεκριμένα, από τη Ινδία εισάγουμε ιχθυηρά, μικρά οχήματα, ενδύματα, συνθετικές
ίνες, σπέρματα, καρπούς και σπόρους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα προϊόντα που εμπορεύεται η Ελλάδα με την Ινδία και κυρίως αυτά
που εξάγει η χώρα μας, έχουν σημαντικό μερίδιο στις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ενωσης
αυτών των προϊόντων, άρα αυτό είναι ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα που θα
μπορούσαν να αξιοποιήσουν οι Ελληνες εξαγωγείς.
Συμπεράσματα – Προοπτικές
Η καλή πορεία της ινδικής Οικονομίας τα τελευταία χρόνια, η αύξηση της επενδυτικής
πρωτοβουλίας, κυρίως λόγω των χαμηλών ημερομισθίων και η αύξηση των εισαγωγών και
γενικότερα του εξωτερικού εμπορίου της Ινδίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι παράγοντες
που δεν έχουν αξιοποιηθεί κατάλληλα ως σήμερα από τους Ελληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι
έχουν βασίσει τις εμπορικές συναλλαγές τους στο ευκαιριακό κέρδος.
Οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που
πραγματοποιούνται στην Ινδία θα συνεχιστούν και το έδαφος για επενδύσεις θεωρείται
αρκετά πρόσφορο, καθώς η ινδική αγορά είναι μία αγορά εκατοντάδων εκατομμυρίων
καταναλωτών, αλλά και η προοπτική της παραγωγής σε ινδικό έδαφος και εξαγωγής σε άλλες
χώρες κρίνεται εξαιρετικά συμφέρουσα και ήδη αξιοποιείται από πολλές ξένες επιχειρήσεις,
οι οποίες και χρησιμοποιούν την Ινδία ως εφαλτήριο των προϊόντων τους για τις ασιατικές
αγορές. Η δομή του νομικού, λογιστικού και τραπεζικού συστήματος της Ινδίας έχει τη βάση
της στη βρετανική πρακτική και η αγγλική γλώσσα είναι ουσιαστικά η επίσημη γλώσσα των
επιχειρηματιών και εμπόρων. Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένο το συγκριτικό πλεονέκτημα
που διαθέτουν αρκετά ελληνικά προϊόντα, η Ινδία παρουσιάζεται εμπορικά και επενδυτικά ως
μια, τουλάχιστον, ενδιαφέρουσα αγορά.