Τα "μυστικά" για την ιαπωνική αγορά
Ανοικτή για όλα τα ελληνικά προϊόντα εμφανίζεται να είναι η ιαπωνική αγορά, η οποία ωστόσο φαίνεται να απουσιάζει από τους σχεδιασμούς των Ελλήνων επιχειρηματιών. Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, ο σύμβουλος ΟΕΥ της ελληνικής πρεσβείας στο Τόκυο, Αθανάσιος Καραπέτσας μιλώντας στην εκδήλωση που οργάνωσαν ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης και το γραφείο ΟΕΥ της ελληνικής πρεσβείας στο Τόκυο.
Ο κ. Καραπέτσας περιέγραψε τη σημερινή κατάσταση όσον αφορά στο διμερές εμπόριο αλλά και τις απαιτήσεις της ιαπωνικής αγοράς κι έδωσε χρηστικές συμβουλές στους επιχειρηματίες που ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου που αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος αγορά παγκοσμίως με 125 εκατομμύρια καταναλωτές πολύ υψηλού εισοδήματος και με ΑΕΠ που το 2004 έφτασε τα 505 τρισ. γιέν (3,76 τρισ. ευρώ), σε τρέχουσες τιμές.
Οι εξαγωγές
Οι συνολικές εξαγωγές της χώρας μας στην Ιαπωνία ανήλθαν πέρσι σε 100,5 εκ. ευρώ (σ.σ. αποτελούν το 0,027% των συνολικών που κάνει η Ιαπωνία, δηλαδή) παρουσιάζοντας αύξηση 3,3% έναντι του 2003 και κατά 25,4% έναντι του 2001. Το μερίδιο των ελληνικών προϊόντων στο σύνολο των ιαπωνικών εισαγωγών είναι πρακτικά μηδενικό, είπε χαρακτηριστικά ο κ. Καραπέτσας, καθώς “τόσο οι επιχειρηματίες όσο και οι κρατικοί φορείς έχουν επικεντρώσει την προσοχή τους στις γειτονικές αγορές και η Ιαπωνία απουσιάζει παντελώς από τον προγραμματισμό τους”.
Ειδικότερα για τα παραδοσιακά προϊόντα μας όπως το ελαιόλαδο και το κρασί η πλειοψηφία των Ιαπώνων καταναλωτών δεν γνωρίζει καν ότι παράγονται στη χώρα μας, παρόλο που εμείς το θεωρούμε αυτονόητο.
Το σημαντικότερο προϊόν, είπε ο κ. Καραπέτσας, που εξάγουμε αυτή τη στιγμή στην Ιαπωνία είναι τα ελαφρά έλαια από διύλιση πετρελαίου. Οι εξαγωγές του προϊόντος αυτού άρχισαν το 2002 με 5,9 εκ. ευρώ για να φτάσουν το 2004 τα 41,8 εκ. ευρώ, δηλαδή επταπλασιάστηκαν.
Παραδοσιακά το σημαντικότερο ελληνικό εξαγώγιμο προϊόν στην Ιαπωνία ήταν τα καπνά ανατολικού τύπου, τα οποία όμως παρουσιάζουν συνεχή πτώση, λόγω της απώλειας της ανταγωνιστικότητάς τους, σε σχέση με τα τουρκικά, βουλγαρικά και σκοπιανά καπνά. Οι εξαγωγές ελληνικών καπνών στην Ιαπωνία, από 20,24 εκατ. ευρώ το 2001, μειώθηκαν πέρσι σε 6,58 εκ. ευρώ. Παρόλα αυτά εξακολουθούν να αποτελούν το δεύτερο σημαντικότερο προϊόν μας με ποσοστό 6,5% επί των συνολικών εξαγωγών μας.
Τα κοσμήματα αποτελούν επίσης σημαντικότατο προϊόν και οι ελληνικές εξαγωγές ήταν πέρσι 6,05 εκ. ευρώ, δηλαδή 6% των συνολικών μας εξαγωγών. Όμως, σε σχέση με το προηγούμενο έτος ήταν μειωμένες κατά 43,9%, γεγονός που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην ανατίμηση του ευρώ.
Οι εξαγωγές ελληνικού κρασιού το 2004 υπερπενταπλασιάστηκαν και έφθασαν τα 2,38 εκ. ευρώ, με ποσοστό 2,4% επί του συνόλου των εξαγωγών μας. Η θεαματική αυτή άνοδος οφείλεται αποκλειστικά στην πληθώρα των εκδηλώσεων που διοργάνωσε το γραφείο ΟΕΥ στο Τόκυο σε συνεργασία με αλυσίδες καταστημάτων, ξενοδοχείων και περίπου 2.700 εστιατορίων, αξιοποιώντας το αυξημένο ενδιαφέρον για τη χώρα μας λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων.
Πρόσφατα εισήλθε στην αγορά μια σειρά από νέα ελληνικά προϊόντα -όπως τόνος, οργανικά χημικά, φαρμακευτικά, έπιπλα και είδη από ξύλο, μέλι, δίσκοι και βιντεοταινίες, βαμβακόσπορος, τουρσιά, ανόργανα χημικά- σε μικρές ποσότητες, οι οποίες όμως αν υποστηριχθούν, σύμφωνα με τον κ. Καραπέτσα, μεθοδικά ενδεχομένως να αποκτήσουν δυναμική.
Τα μυστικά
Πάντως, οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται για την ιαπωνική αγορά “πρέπει να έχουν υπόψη ότι θα χρειασθεί να αναλάβουν μια μακροχρόνια προσπάθεια, στην οποία θα περιλαμβάνεται και η προσαρμογή των προϊόντων τους στις απαιτήσεις της αγοράς”. Σήμερα, το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι η αδυναμία κατανόησης του συντηρητικού τρόπου σκέψης και λήψης αποφάσεων των Ιαπώνων. “Οι Ιάπωνες δύσκολα αλλάζουν προμηθευτές ενώ δεν είναι πρόθυμοι για την ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων. Συχνά οι Έλληνες (αλλά και άλλοι δυτικοί) μετά από ορισμένες επαφές απογοητεύονται και εγκαταλείπουν την προσπάθεια”, είπε ο κ. Καραπέτσας.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει ακόμη να γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα μαζικής παραγωγής φθηνά και μάλιστα με συνεχώς βελτιούμενη ποιότητα κινέζικα και ασιατικά προϊόντα. Η προσπάθειά τους πρέπει να επικεντρωθεί σε επιλεγμένα τμήματα της αγοράς που αφορούν ποιοτικά προϊόντα με δική τους ταυτότητα ή πρωτοποριακό σχεδιασμό.
Τέλος, κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής για τη διείσδυση στην ιαπωνική αγορά πρέπει να είναι η αναζήτηση του κατάλληλου επιχειρηματικού εταίρου που θα πιστέψει στα προϊόντα μας με απώτερο στόχο τη δημιουργία μακροχρόνιας συνεργασίας.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης ο Βασίλης Θωμαϊδης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας “Compucon Εφαρμογές Υπολογιστών” που ήδη δραστηριοποιείται στην ιαπωνική αγορά αναφέρθηκε στην τοπική κουλτούρα και στους τρόπους ανάπτυξης της επιχειρηματικής δράσης στη συγκεκριμένη χώρα.



