Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Με αφορμή την επίσκεψη του πρωθυπουργού της Ουκρανίας κ. Γιουσένκο στην Ελλάδα και τη
συνάντησή του, με εκπροσώπους της οικονομικής ζωής της Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 25
Απριλίου, στο ΕΒΕΘ, το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών του Συνδέσμου
Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ), πραγματοποίησε μελέτη σχετικά με την οικονομία της
Ουκρανίας, τις Ελληνο-ουκρανικές εμπορικές σχέσεις και τις προοπτικές τους.
Παρακάτω τα βασικά σημεία της εν λόγω μελέτης. Ολόκληρη η ανάλυση της Ουκρανικής
οικονομίας μπορείτε να ζητήσετε να σας σταλεί ηλεκτρονικά από τον ΣΕΒΕ.
1. Η Οικονομία της Ουκρανίας
Η οικονομία της Ουκρανίας οδηγήθηκε σε σοβαρά προβλήματα το 1998, ως επακόλουθο της
χρηματοπιστωτικής κρίσης της Ρωσίας. Η αλληλεπίδραση αυτή ήταν αναμενόμενη, αφού το
40% του εξωτερικού εμπορίου της Ουκρανίας πραγματοποιείται με τη Ρωσία. Παρόλα αυτά
όμως, η ουκρανική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει από το δεύτερο εξάμηνο του 1999.
Σε ότι αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες, από το 1991 το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν
(ΑΕΠ) παρουσίαζε αρνητικούς δείκτες. Η πρώτη αύξηση παρουσιάστηκε το 2ο εξάμηνο
του 1999. Το 2000, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα σημειώσει αύξηση της τάξεως του 2%.
Σχετικά με τον πληθωρισμό της Ουκρανίας, το 1999 κυμάνθηκε στο 22,7%, σημειώνοντας
μικρή μείωση από το 1998. Το 2000 ο πληθωρισμός παρέμεινε στα ίδια επίπεδα .
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το 1999 παρουσίασε βελτίωση και κατέστη
πλεονασματικό. Επίσης, παρά τη μείωση του συνολικού εμπορίου, οι εισαγωγές μειώθηκαν σε
γρηγορότερους ρυθμούς από ότι οι εξαγωγές.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι το επιχειρησιακό και επενδυτικό κλίμα δεν παρουσιάζεται
ιδιαίτερα ενισχυμένο. Πιο συγκεκριμένα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις για το πρώτο εξάμηνο του
1999, μειώθηκαν κατά περίπου ένα τρίτο από το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 1998.
Εκτιμάται ότι τα επίπεδα του 1998 θα προσεγγισθούν ξανά το 2000.
2. Το εξωτερικό εμπόριο της Ουκρανίας
Στην Ουκρανία έχουν δημιουργηθεί ζώνες ελεύθερης οικονομίας με σκοπό την προσέλευση
ξένων επενδύσεων. Στις ζώνες αυτές, ισχύουν απαλλαγές από εισαγωγικούς και εξαγωγικούς
δασμούς, καθώς και ΦΠΑ στις ουκρανικές εισαγωγές οι οποίες προορίζονται για να καλύψουν
ανάγκες της παραγωγής. Επιπλέον, προβλέπονται φορολογικές ελαφρύνσεις, και άλλες
τελωνειακές και διοικητικές διευκολύνσεις επί των κερδών των επιχειρήσεων.
Οι εισαγωγές της Ουκρανίας από χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημείωσαν αύξηση της
τάξεως του 15,7% για τη χρονική περίοδο 1995 έως 1999. Ωστόσο, το 1999 οι εισαγωγές της
Ουκρανίας παρουσίασαν μείωση κατά 26,4% σε σχέση με το 1998. Το μεγαλύτερο μέρος των
κοινοτικών εξαγωγών για το 1999, γίνεται από τη Γερμανία και την Ιταλία με ποσοστά 39,1%
και 12,8% αντίστοιχα.
Όσον αφορά στις ουκρανικές εισαγωγές από την Ελλάδα για την περίοδο 1995 έως 1999,
παρουσιάζουν σημαντική μείωση της τάξεως του 44,8%, ενώ η ετήσια μείωση του 1999 ανήλθε
σε 42,9%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση των ελληνικών εξαγωγών το 1999, ήταν και η
μεγαλύτερη μείωση εξαγωγών μιας χώρας-μέλους της Ε.Ε. προς την Ουκρανία. Η Ελλάδα
έρχεται δωδέκατη στη σχετική κατάταξη των κοινοτικών εξαγωγών στην Ουκρανία, με
ποσοστό 1,7%.
Οι συνολικές εξαγωγές της Ουκρανίας σε χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημείωσαν
αύξηση της τάξεως του 34,7% για τη χρονική περίοδο 1995 έως 1999. Ωστόσο, η ετήσια τάση
των ουκρανικών εξαγωγών για το 1999, εμφανίζει πτώση της τάξεως του 6,9%. Το
μεγαλύτερος μέρος των ουκρανικών εξαγωγών διεξάγεται στην Ιταλία και τη Γερμανία, με
ποσοστά 31,2% και 26,7%, αντίστοιχα.
Μόλις 3,3% των ουκρανικών εξαγωγών πραγματοποιούνται στην Ελλάδα.
Γενικά, το μέλλον των ελληνοουκρανικών οικονομικών σχέσεων διαφαίνεται ακριβώς στην
ανάπτυξη διαδικασιών οικονομικής ενσωμάτωσης, στην οποία συμβάλλουν τόσο η γεωγραφική
θέση των δύο χωρών, όσο και μια ορισμένη δομική αμοιβαία συμπληρωματικότητα των
οικονομικών τους, καθώς και η απουσία ανταγωνιστικών, στη διεθνή αγορά βιομηχανικών
τομέων. Στον τομέα της επενδυτικής συνεργασίας η Ελλάδα και η Ουκρανία κάνουν τα πρώτα
βήματα αν και τώρα ήδη μπορούμε μα μιλήσουμε για ορισμένα αποτελέσματα. Στην Ουκρανία
έχουν δημιουργηθεί ορισμένες δεκάδες επιχειρήσεις με ελληνικά κεφάλαια, τόσο μικτές
επιχειρήσεις, όσο και κατά 100% ελληνικές. Μεγάλες δυνατότητες για επενδύσεις προσφέρει
και η μαζική ιδιωτικοποίηση ουκρανικών επιχειρήσεων.
Σε ότι αφορά τις προοπτικές των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας θα
πρέπει ιδιαίτερα να ξεχωρίσουμε τους τομείς των θαλάσσιων μεταφορών, το ναυπηγικό και
ναυπηγο-επισκευαστικό, της συνεργασίας στον τομέα του τουρισμού. Η Ουκρανία
ενδιαφέρεται στην εφαρμογή ελληνικών υψηλά παραγωγικών τεχνολογιών και εμπορίου.
Παράλληλα, οι ουκρανικές επιχειρήσεις είναι έτοιμες να προμηθεύσουν μία ευρεία κλίμακα
προϊόντων μεταξύ των οποίων θα πρέπει να σημειώσουμε την παραγωγή μηχανιών, των
ενεργειακό εξοπλισμό, τα μέσα μεταφοράς (αυτοκίνητα, τρόλεϊ) αεροπλάνα ειδικής χρήσης,
ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη, τηλεπικοινωνιακά μέσα καθώς και υφαντουργικά προϊόντα.
Ιδιαίτερη προοπτική παρουσιάζει η συνεργασία στον τραπεζικό τομέα. Τεράστιες είναι οι
δυνατότητες της επιστημονικο-τεχνικής συνεργασίας.
3. Συμπεράσματα – Προοπτικές
Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι η Ουκρανία είναι μία αρκετά μεγάλη αγορά που
χαρακτηρίζεται από σχεδόν απαρχαιωμένο παραγωγικό μηχανισμό, έλλειψη έργων υποδομής,
παντελή έλλειψη δικτύων διανομής, έλλειψη επώνυμων καταναλωτικών ειδών και ένα αδύναμο
τραπεζικό σύστημα. Όλα αυτά μπορούν να δράσουν ανασταλτικά για την ανάπτυξη
επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, μπορούν όμως και να δημιουργήσουν σημαντικές ευκαιρίες.
Το εμπόριο μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας, χωρίς να είναι ιδιαίτερα υψηλό, δεν είναι σε καμιά
περίπτωση αμελητέο. Χαρακτηρίζεται από έντονες διακυμάνσεις και εκτιμάται ότι,
τουλάχιστον, οι Έλληνες επιχειρηματίες δεν έχουν αξιοποιήσει τις ευκαιρίες και προοπτικές που
παρουσιάζει η αγορά της Ουκρανίας. Οι παραδοσιακά καλές σχέσεις μεταξύ των δύο λαών, η
εγγύτητα των δύο χωρών, αλλά και οι επιχειρηματικές δυνατότητες συνεργασίας που μπορούν
να προκύψουν από τις ελληνικές επενδυτικές πρωτοβουλίες, καθώς και η ανάπτυξη των
διμερών εμπορικών σχέσεων αποτελούν τη βάση στην οποία μπορεί να οικοδομηθούν οι
οικονομικές σχέσεις Ελλάδας και Ουκρανίας.
Οι εμπορικές συναλλαγές της Ελλάδας με την Ουκρανία παρουσιάζονται αρκετά
ικανοποιητικές έως και το 1998, οπότε και το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζεται θετικό για την
Ελλάδα. Από το 1999 και μετά, το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζεται αρνητικό. Πιο συγκεκριμένα,
οι ελληνικές εισαγωγές από την Ουκρανία για τα έτη 1998-2000 παρουσιάζουν σημαντική
αύξηση. Ωστόσο, οι ελληνικές εξαγωγές παρουσιάζονται αισθητά μειωμένες, με μέση ετήσια
μείωση για το 1995 έως 1999, της τάξεως του 42,9%. Σε ότι αφορά τις εξαγωγές μας, από το
1995 έως το 1999 αυξάνονται συνεχώς, έκτοτε όμως συρρικνώθηκαν σημαντικά με αφορμή τη
χρηματοπιστωτική κρίση που έπληξε το 1998 την Ανατολική Ευρώπη.
Οι Έλληνες εξαγωγείς πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι στη ουκρανική αγορά ο ανταγωνισμός
θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια και θα πρέπει να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες που
διαμορφώνονται. Θα πρέπει να προσέξουν την ποιότητα του προϊόντος, τη συσκευασία και τη
συνέπεια, καθώς και να δημιουργήσουν επώνυμα προϊόντα, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός από
τις χώρες που παράγουν με φτηνό κόστος είναι ολοένα εντεινόμενος. Συνιστάται, επίσης, να
ελέγχουν την αξιοπιστία, το ιστορικό και την οικονομική επιφάνεια των δυνητικών πελατών
τους, ώστε να αποφεύγουν δυσάρεστες επιπλοκές στη σύναψη των εμπορικών τους
συναλλαγών.



